αναγαργάρισμα

αναγαργάρισμα
τό
1) полоскание горла; 2) полоскание (жидкость)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αναγαργάρισμα" в других словарях:

  • ἀναγαργάρισμα — gargle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναγαργάρισμα — το (Α ἀναγαργάρισμα) [ἀναγαργαρίζω] φάρμακο κατάλληλο για γαργάρα, και η ίδια η γαργάρα …   Dictionary of Greek

  • ἀναγαργαρισμάτων — ἀναγαργάρισμα gargle neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγαργαρίσμασι — ἀναγαργάρισμα gargle neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγαργαρίσμασιν — ἀναγαργάρισμα gargle neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγαργαρίσματα — ἀναγαργάρισμα gargle neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγαργαρίσματι — ἀναγαργάρισμα gargle neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγαργαρίσματος — ἀναγαργάρισμα gargle neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναγαργαρίζω — (Α ἀναγαργαρίζω) κάνω γαργάρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + γαργαρίζω. ΠΑΡ. αναγαργάρισμα αρχ. ἀναγαργαρισμός, ἀναγαργάριστον] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»